- συλληφθέντων
- συλλαμβάνωcollectaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχνηθέτηση ατόμων — Μέθοδος με την οποία οι βιολόγοι και οι οικολόγοι διεξάγουν μετρήσεις και μελέτες οικολογικού και ηθολογικού ενδιαφέροντος σε άτομα και πληθυσμούς. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη σύλληψη ενός αριθμού ατόμων, στην ιχνηθέτησή τους με κάποιο τρόπο (π … Dictionary of Greek
κλούβα — η 1. μεγάλο κλουβί 2. (κατ επέκτ.) φυλακή 3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ … Dictionary of Greek
σκιαδικός — ή, ό, Ν στον πληθ. τα σκιαδικά αντιδυναστικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Μάιο 1859 από την αντιβασιλική φοιτητική νεολαία, τη λεγόμενη χρυσή νεολαία, εκδηλώσεις που άρχισαν με μεγάλη συγκέντρωση στο Πεδίο τού Άρεως τών αντιβασιλικών… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek